σιδηροκέφαλος

σιδηροκέφαλος
-η, -ο, Ν
βλ. σιδεροκέφαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιδεροκέφαλος — και σιδηροκέφαλος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας 3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, η λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”